- τσορβάς
- και τζορβάς, ο, Ν1. σούπα2. μτφ. σύμφυρμα, συμπίλημα, συνονθύλευμα3. φρ. «ο σεβντάς δεν είναι τσορβάς» — δηλώνει ότι ο έρωτας έχει δυσκολίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. corba].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσορβάς — τσορβάς, ο και τζορβάς, ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. σούπα. 2. μτφ., ανακάτεμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ciorbă — CIÓRBĂ, ciorbe, s.f. Fel de mâncare care constă dintr o zeamă (acrită) preparată cu legume, adesea şi cu carne. ♢ expr. A se amesteca în ciorba cuiva (sau a altuia) = a se amesteca (nedorit) în afacerile, în treburile altuia. A pune (sau a băga… … Dicționar Român